- μειρακιωδως
- μειρακιωδῶςμειρακι-ωδῶςпо-юношески
(ἀποτρίβεσθαι τὸ γῆρας Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀποτρίβεσθαι τὸ γῆρας Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μειρακιωδῶς — μειρακιώδης becoming a youth adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακιώδης — μειρακιώδης, ῶδες (Α) [μειράκιον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε μειράκιο («μειρακιώδες μορφώματι», Πλάτ.) 2. νεαρός 3. (για ύφος λόγου) αυτό που έχει ζωηρή έκφραση και αποτελείται από πολλές λέξεις, νεανικό 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek